- πολυφάγων
- πολυφάγοςeating to excessmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυφαγῶν — πολυφαγέω eat to excess pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλινίδες — (Staphylinidae). Οικογένεια κολεόπτερων εντόμων της υπόταξης των πολυφάγων. Έχουν μακρουλό σώμα με κοντά έλυτρα, αλλά οι πίσω πτέρυγες τους, που είναι διπλωμένες κάτω από τα έλυτρα, είναι συνήθως εντελώς αναπτυγμένες. Όταν ένα έντομο αυτής της… … Dictionary of Greek
υλόβιος — (hulobius). Γένος εντόμων της οικογένειας των Κουρκουλιονιδών, της υπόταξης των πολυφάγων. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων σκαθαριών, που ζουν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Το σώμα των υ. είναι μακρουλό και η κοιλιά τους, σε σχήμα αβγού,… … Dictionary of Greek
αλύτση — (alytsa). Γένος πολυφάγων κολεοπτέρων εντόμων. Έχουν μικρό σώμα, με μακριές κεραίες και κοντά πόδια. Το πιο γνωστό είδος είναι η α. η μακρόταρση … Dictionary of Greek